- ξεπεταρόνι
- ξεπεταρούδι τό1) оперившийся птенец, птенец, начинающий летать; 2) подросток; желторотый юнец (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεπεταρόνι — το νεοσσός πτηνού ο οποίος αρχίζει να πετά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεπεταρ ούδι + κατάλ. όνι … Dictionary of Greek
ξεπεταρούδι — το 1. το ξεπεταρόνι 2. παιδί που αρχίζει να μεγαλώνει και να αντιλαμβάνεται το νόημα πολλών πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεπετώ + υποκορ. κατάλ. αρούδι (πρβλ. μαθητ αρούδι σκολει αρούδι] … Dictionary of Greek